- ακτήμονας
- Εκείνος που δεν έχει κτηματική περιουσία. Η λέξη χρησιμοποιείται και γενικότερα για να υποδηλώσει τον φτωχό κάτοικο στις αγροτικές περιοχές. Νομικά, ο όρος αυτός διαμορφώθηκε με την ειδική νομοθεσία για τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των α. καλλιεργητών, γεωργών και κτηνοτρόφων. Α. νοούνται οι καλλιεργητές που δεν έχουν καθόλου ή έχουν ανεπαρκή γεωργική ιδιοκτησία και οι οποίοι δεν έχουν επίσης επαρκή ακίνητη ή κινητή αστική ιδιοκτησία. Στην έννοια των α., περιλαμβάνονται και εκείνοι που στερήθηκαν την αγροτική τους ιδιοκτησία εξαιτίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αποκατάσταση των α. γίνεται με την παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων καλλιεργημένων ή καλλιεργήσιμων, φυτειών και κτηνοτροφικών εκτάσεων του Δημοσίου ή των αγροτικών κτημάτων που ανήκουν σε ιδιώτες, μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση που προβλέπεται ειδικά για την περίπτωση αυτή από το σύνταγμα και τους νόμους. Α. λέγεται και εκείνος που δεν μπορεί να αποκτήσει κτηματική περιουσία, εξαιτίας νομικού κωλύματος, όπως π.χ. οι μοναχοί σε ορισμένες περιπτώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.