ακτήμονας

ακτήμονας
Εκείνος που δεν έχει κτηματική περιουσία. Η λέξη χρησιμοποιείται και γενικότερα για να υποδηλώσει τον φτωχό κάτοικο στις αγροτικές περιοχές. Νομικά, ο όρος αυτός διαμορφώθηκε με την ειδική νομοθεσία για τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των α. καλλιεργητών, γεωργών και κτηνοτρόφων. Α. νοούνται οι καλλιεργητές που δεν έχουν καθόλου ή έχουν ανεπαρκή γεωργική ιδιοκτησία και οι οποίοι δεν έχουν επίσης επαρκή ακίνητη ή κινητή αστική ιδιοκτησία. Στην έννοια των α., περιλαμβάνονται και εκείνοι που στερήθηκαν την αγροτική τους ιδιοκτησία εξαιτίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αποκατάσταση των α. γίνεται με την παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων καλλιεργημένων ή καλλιεργήσιμων, φυτειών και κτηνοτροφικών εκτάσεων του Δημοσίου ή των αγροτικών κτημάτων που ανήκουν σε ιδιώτες, μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση που προβλέπεται ειδικά για την περίπτωση αυτή από το σύνταγμα και τους νόμους. Α. λέγεται και εκείνος που δεν μπορεί να αποκτήσει κτηματική περιουσία, εξαιτίας νομικού κωλύματος, όπως π.χ. οι μοναχοί σε ορισμένες περιπτώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακτήμονας — ο αυτός που δεν έχει περιουσία, ιδίως χωράφια: Η κυβέρνηση πήρε ορισμένα μέτρα για τους ακτήμονες καλλιεργητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκτήμονας — ἀκτήμων without property masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несътѧжатель — НЕСЪТѦЖАТЕЛ|Ь (2*), Ѧ с. Тот, кто не имеет собственности: и быти безградникѹ бездомкѹ. не своѥмѹ нелюби(ву) дрѹгу нестѧжателю имѹщю житиѧ. (ἀκτήμονα) КР 1284, 194б; егда же кто подвигнеть(с). изити ѿ тьмы мира сего. доньдеже есть скровенъ в немь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλήιος — (I) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει σιτοφόρες γαίες, φτωχός, ακτήμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λήιον «αθέριστοι καρποί στο χωράφι, σπαρτά»]. (II) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λεία, δηλαδή αγέλες, βοσκήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης — (Isabella, 1186 – 1246). Σύζυγος του Άγγλου βασιλιά Ιωάννη του Ακτήμονα, κόρη του κόμη Αϊμάρ Γ’ και της Αλίκης του Κουρτενέ. Ο Ιωάννης ο Ακτήμονας την απήγαγε και την παντρεύτηκε (1200), ενώ ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον Ούγο Ι’ των Λουζινιάν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”